- θυρωτός
- θυρωτός, -ή, -όν (Α) [θύρα]αυτός που έχει θύρα ή άνοιγματο ουδ. ως ουσ. το θυρωτόνα) άνοιγμα για θύραβ. κούφωμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των … Dictionary of Greek
θυρωτά — θυρωτόν with a door neut nom/voc/acc pl θυρωτός with a door neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)